1 στυφο-κόμπος
στυφο-κόμπος, = στυφοκόπος, Ar. Av. 1299, Schol. erkl. ὁ μάχιμος ὄρτυξ κατὰ τὸ στερεῶς κόπτειν.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > στυφο-κόμπος